μονομάχου

μονομάχου
μονόμαχος
fighting in single combat
masc/fem/neut gen sg
μονομάχης
masc gen sg
μονομάχος
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Σιθών — Μυθικός βασιλιάς της Θράκης, γιος του Ποσειδώνα ή του Άρη και της Όσσας, σύζυγος της νύμφης Μενδηΐδας και πατέρας της Παλλήνης. Σύμφωνα με άλλη παράδοση ήταν βασιλιάς των Οδομάντων στη Μακεδονία και υποσχόταν να δόσει την κόρη του ως σύζυγο σε… …   Dictionary of Greek

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • ιπποδιώκτης — ἱπποδιώκτης, δωρ. τ. ιπποδιώκτας, ὁ (Α) 1. ιππηλάτης*, ηνίοχος, αναβάτης ατίθασων ίππων 2. επιγρ. είδος μονομάχου …   Dictionary of Greek

  • προβοκάτορας — ο, θηλ. προβοκατόρισσα / προβοκάτωρ, ορος, ΝΑ νεοελλ. 1. άτομο που διεγείρει σε πράξεις βίας, που επιδιώκει να προκαλέσει σύγχυση και ταραχές στις γραμμές μιας ομάδας, ενός κοινωνικού συνόλου («ο τύπος αυτός δεν είναι μαθητής αλλά ένας… …   Dictionary of Greek

  • σκλήρος — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

  • σύζυγος — ο, η / σύζυγος, ον, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. άνδρας συνδεδεμένος με τα δεσμά τού γάμου με μια γυναίκα 2. το θηλ. ως ουσ. γυναίκα ενωμένη με δεσμούς γάμου με έναν άνδρα νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σύζυγοι το ανδρόγυνο αρχ. 1. ως επίθ. α) ο… …   Dictionary of Greek

  • τεσσεδάριος — ὁ, Α ο τεσσαράριος ή είδος μονομάχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τού τεσσεράριος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”